χοληστερίνη

χοληστερίνη
Πολυκυκλική αλκοόλη με φυσικοχημικά χαρακτηριστικά λιπαρής ουσίας· η χημική της δομή περιλαμβάνει ένα βασικό πυρήνα, το στεράνιο, που είναι κοινός και για τη βιταμίνη D, τις ορμόνες των επινεφριδίων, τα ανδρογόνα, τα οιστρογόνα και τα χολικά οξέα: οι ουσίες αυτές σχηματίζονται στον οργανισμό μας ακριβώς από τα προϊόντα αποδόμησης της χοληστερίνης. Eξακριβώθηκε επίσης ότι ο οργανισμός μας μπορεί να συνθέσει τη χ. από πολύ απλές ουσίες. Στο αίμα, η φυσιολογική ποσότητα της χ. μπορεί να ποικίλλει από 160 έως 250 mg ανά 100 κ. εκ. αίματος. Μικρότερες τιμές χ. παρατηρούνται στις καχεξίες, στον υπερθυρεοειδισμό, στη νόσο του Άντισον και στις βαριές ηπατικές ανεπάρκειες· αυξημένη χ. συναντάται σε ιδιοπαθή μορφή, στον βαρύ διαβήτη, στον υποθυρεοειδισμό, στις νεφρώσεις και στις αποφράξεις των χοληφόρων οδών. Εναποθέσεις χ. στους ιστούς των αρτηριών παρατηρούνται στην αθηρωμάτωση (αρτηριοσκλήρυνση), νόσο κατά την οποία υπάρχει ασφαλώς μια αλλοίωση στην ανταλλαγή της χ.: η εναπόθεση αυτή και η ανάπτυξη αθηροσκληρυντικών βλαβών δεν φαίνεται να έχουν απόλυτη σχέση με τις υψηλές τιμές χ. στο αίμα.
* * *
η, Ν
(βιοχ.) η χοληστερόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholesterine < chole- (< χολή) + sterine (< στέρεος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χοληστερίνη — η ουσία που ανήκει στα στεροειδή και προέρχεται από ζωικούς και φυτικούς ιστούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιποπρωτεΐνες — Ενώσεις που αποτελούνται από λιπίδια και πρωτεΐνες. Επειδή τα πιο πολλά λίπη, συμπεριλαμβανομένης της χοληστερίνης και των εστέρων της, είναι αδιάλυτα στο νερό μεταφέρονται στο αίμα με τη μορφή λ. Υπάρχουν τρεις τύποι λ. ανάλογα με την πυκνότητά… …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • χοληστερόλη — η, Ν (βιοχ.) κηρώδης ουσία ζωτικής προέλευσης, που έχει θεμελιώδη σημασία για τη ζωή και απαντά στο αίμα και σε όλους τους ζωικούς ιστούς, αλλ. χοληστερίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholesterol < cholester in (βλ. χοληστερίνη) +… …   Dictionary of Greek

  • λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • κορτιζόνη — Στεροειδής ορμόνη που συντίθεται από τη χοληστερόλη στον φλοιό των επινεφριδίων, με την επίδραση της κορτικοτρόπου ορμόνης. Ανήκει στα κορτικοστεροειδή, μαζί με την κορτιζόλη (ή υδροκορτιζόνη) και την κορτικοστερόνη. Η κ. απομονώθηκε για πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • λανολίνη — Λιπαρή ουσία που περιβάλλει τις ίνες του μαλλιού των ζώων. Εξάγεται με φυγοκέντρηση εν θερμώ του νερού που προέρχεται από το πλύσιμο του ακατέργαστου μαλλιού, του οποίου αποτελεί τα 20% έως 30% του βάρους. Με την κατάλληλη επεξεργασία λαμβάνεται… …   Dictionary of Greek

  • ξάνθωμα — Οξείδιο ή πλάκα κίτρινου χρώματος που σχηματίζεται κυρίως στους αγκώνες, στα γόνατα, στο τριχωτό του κεφαλιού και στους τένοντες. Αποτελείται από μακροφάγα κύτταρα, γεμάτα λιποειδή σώματα (χοληστερίνη) και μπορεί να είναι μεμονωμένο, εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • χοληστεριναιμία — η, Ν (παλ. όρος) ιατρ. υπερχοληστεριναιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοληστερίνη + αιμία (< αιμος < αίμα), πρβλ. λευχ αιμία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”