χοληστερίνη — η ουσία που ανήκει στα στεροειδή και προέρχεται από ζωικούς και φυτικούς ιστούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιποπρωτεΐνες — Ενώσεις που αποτελούνται από λιπίδια και πρωτεΐνες. Επειδή τα πιο πολλά λίπη, συμπεριλαμβανομένης της χοληστερίνης και των εστέρων της, είναι αδιάλυτα στο νερό μεταφέρονται στο αίμα με τη μορφή λ. Υπάρχουν τρεις τύποι λ. ανάλογα με την πυκνότητά… … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
χοληστερόλη — η, Ν (βιοχ.) κηρώδης ουσία ζωτικής προέλευσης, που έχει θεμελιώδη σημασία για τη ζωή και απαντά στο αίμα και σε όλους τους ζωικούς ιστούς, αλλ. χοληστερίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholesterol < cholester in (βλ. χοληστερίνη) +… … Dictionary of Greek
λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
κορτιζόνη — Στεροειδής ορμόνη που συντίθεται από τη χοληστερόλη στον φλοιό των επινεφριδίων, με την επίδραση της κορτικοτρόπου ορμόνης. Ανήκει στα κορτικοστεροειδή, μαζί με την κορτιζόλη (ή υδροκορτιζόνη) και την κορτικοστερόνη. Η κ. απομονώθηκε για πρώτη… … Dictionary of Greek
λανολίνη — Λιπαρή ουσία που περιβάλλει τις ίνες του μαλλιού των ζώων. Εξάγεται με φυγοκέντρηση εν θερμώ του νερού που προέρχεται από το πλύσιμο του ακατέργαστου μαλλιού, του οποίου αποτελεί τα 20% έως 30% του βάρους. Με την κατάλληλη επεξεργασία λαμβάνεται… … Dictionary of Greek
ξάνθωμα — Οξείδιο ή πλάκα κίτρινου χρώματος που σχηματίζεται κυρίως στους αγκώνες, στα γόνατα, στο τριχωτό του κεφαλιού και στους τένοντες. Αποτελείται από μακροφάγα κύτταρα, γεμάτα λιποειδή σώματα (χοληστερίνη) και μπορεί να είναι μεμονωμένο, εξαιτίας… … Dictionary of Greek
χοληστεριναιμία — η, Ν (παλ. όρος) ιατρ. υπερχοληστεριναιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοληστερίνη + αιμία (< αιμος < αίμα), πρβλ. λευχ αιμία] … Dictionary of Greek